- παγκάκουργος
- παγκάκουργος, -ον (Α)πολύ κακούργος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κακοῦργος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγκακούργῳ — παγκάκουργος utterly wicked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παναίσυλος — παναίσυλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παγκάκουργος», εντελώς ασεβής, ασεβέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἴσυλος «κακούργος, εγκληματίας»] … Dictionary of Greek